By: Emi Gialiti
Comments: 0
Σήμερα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια σειρά από επιμέρους γενικές προκλήσεις [1]: (α) αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, (β) αστάθεια των ενεργειακών τιμών, (γ) διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό και φυσικά (δ) δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επομένως, πρέπει να υπάρξει σημαντική μείωση του αντίκτυπου του τομέα της ενέργειας στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή. Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) βασίζεται σε τρεις κύριους πυλώνες: ασφάλεια εφοδιασμού, ανταγωνιστικότητα & βιωσιμότητα και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εφαρμόσει μία σειρά σχεδίων για μία Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο, αναμένεται να εξασφαλισθεί ασφαλής, οικονομικά προσιτή και φιλο-περιβαλλοντική ενέργεια για όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ένωσης. Η Ενεργειακή Ένωση έχει ως βάση την υφιστάμενη ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε., η οποία περιλαμβάνει ένα Πλάνο Δράσης (Action Plan) για την Ενέργεια και το Κλίμα με ορίζοντα το 2030 και τη στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια. Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Ε. έχει θέσει ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους για το 2020, το 2030 και το 2050 [1].
Στόχοι 2020 (γνωστοί ως στόχοι “20-20-20”) :
Στόχοι 2030 :
Στόχοι 2050 :
Η παγκόσμια δυσχερής συγκυρία αναφορικά με την κλιματική αλλαγή καθιστά αδήριτη την ανάγκη θέσπισης στόχων τόσο σε διακρατικό, όσο και σε κρατικό επίπεδο. Έτσι, στο πλαίσιο χάραξης μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι για κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε., κατά βάση κοινοί σύμφωνα με τους ανωτέρω στόχους, ωστόσο δύνανται να υπάρχουν περιθώρια διαφοροποίησης αναλόγως με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας ως προς τους διαθέσιμους εγχώριους πόρους (π.χ. ΑΠΕ, ενεργειακή αποδοτικότητα, παραγωγή υδρογονανθράκων, κ.τ.λ.).
Οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής της Ελλάδας συμβατοί με αυτούς της Ε.Ε. συνοψίζονται στα εξής [1]:
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Ελλάδα απομακρύνεται ταχέως από λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής και άλλα ρυπογόνα είδη ηλεκτροπαραγωγής, όπως η καύση πετρελαιοειδών, που διαδραματίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο στις εκπομπές CO2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου.
Το Υδρογόνο, πιο επίκαιρο από ποτέ… Στις 8 Ιουλίου του 2020 ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Στρατηγική Υδρογόνου για μια κλιματικά-ουδέτερη Ευρώπη του 2050 [2]. Η στρατηγική επικεντρώνεται στο «Ανανεώσιμο ή Καθαρό Υδρογόνο», για το οποίο πιο αναλυτική συζήτηση γίνεται στην Ενότητα 1.6, ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια απανθρακοποίησης τομέων δύσκολων να απανθρακοποιηθούν, που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα και όπου η μετατροπή σε ηλεκτρισμό δεν αποτελεί επιλογή. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Ανανεώσιμο Η2 αποτελεί το χαμένο κομμάτι στο παζλ της απανθρακοποιημένης οικονομίας. Η στρατηγική προβλέπει μια σταδιακή τροχιά υλοποίησης, με τρεις φάσεις ανάπτυξης της οικονομίας καθαρού Η2, με διαφορετική ταχύτητα μεταξύ των διαφόρων βιομηχανικών τομέων [2]:
Η Ευρώπη είναι υψηλά ανταγωνιστική στη βιομηχανοποίηση τεχνολογιών Η2 και πρόκειται να επωφεληθεί σημαντικά από την παγκόσμια ανάπτυξή τους, με το Καθαρό Υδρογόνο ως βασικό φορέα ενέργειας. Οι σωρευτικές επενδύσεις στο Ανανεώσιμο Υδρογόνο στην Ευρώπη αναμένεται να έρθουν μεταξύ €180 δις και €470 δις μέχρι το 2050 και στο εύρος €318 δις για Η2 χαμηλών εκπομπών. Επίσης, αναλυτές εκτιμούν ότι το Καθαρό H2 μπορεί να καλύπτει το 24% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας μέχρι το 2050, με ετήσιες πωλήσεις της τάξης των €630 δις [2].
του Δημήτρη Ζάρρα
25 Αυγ 2020
Πηγές:
[1] ΙΕΝΕ, «Ο Ελληνικός ενεργειακός τομέας», Ετήσια Έκθεση 2019, Αθήνα, Φεβ. 2019.
[2]European Commission, “A hydrogen strategy for a climateneutral Europe”,
Communication from the Commission to the European Parliament, the
Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of
the Regions, Brussels, Jul. 2020.