H στάση των πολιτών ή …γιατί το περιβάλλον χρειάστηκε να προστατευθεί ως έννομο αγαθό?
Μέσα από τα δυσμενή πολιτισμικά πρότυπα κατανάλωσης και συμπεριφοράς, διαπιστώνεται ότι ζούμε σε μια κοινωνία η οποία δεν αντιλαμβάνεται το πεπερασμένο των φυσικών πόρων του πλανήτη. Οι άνθρωποι φαίνεται να κατανοούν την έννοια της εξάντλησης των αποθεμάτων, μόνο όταν πρόκειται για οικονομικά μεγέθη. Γι’αυτό και με την πάροδο του χρόνου, κρίθηκε απαραίτητο να προστατευθεί το περιβάλλον ως έννομο αγαθό.
Η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των οξύτατων περιβαλλοντικών ζητημάτων, οδήγησε στο να κριθεί σκόπιμη η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο, ως ένα από τα σημαντικότερα όπλα στον αγώνα για την πρόληψη και αποκατάσταση κάθε περιβαλλοντικής βλάβης και τη διαφύλαξη της οικολογικής ισορροπίας.
Για την ιστορία, αναφέρεται ότι η Ιδρυτική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ,Ρώμη 1957) δεν έθετε ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Άρχισε να γίνεται λόγος γι’αυτό στην Σύνοδο Κορυφής (Παρίσι, 1972), ενώ με την Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), η προστασία του περιβάλλοντος αποτέλεσε για πρώτη φορά στόχο και μάλιστα ανεξάρτητο από την οικονομική ανάπτυξη. Μας πήρε δηλαδή πάνω από 40 χρόνια για να κατανοήσουμε ότι η εξέλιξή μας (αλλά κυρίως η αλαζονεία μας), απαιτεί να διαφυλάξουμε και νομικά το περιβάλλον!!! Έτσι, στο σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο, η οικονομία παραμένει σημαντική, αλλά εντάσσεται με ισοτιμία στα ανθρωπογενή συστήματα ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα της κλιματικής κρίσης την οποία διερχόμαστε, ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν γύρω τους. Το Ευρωκοινοβούλιο, τον Νοέμβριο 2019 κήρυξε την Ευρώπη σε κατάσταση έκτακτης κλιματικής ανάγκης, και μας καλεί όλους να αναλάβουμε δράση.
Είναι σίγουρο ότι κάθε τοπική κοινωνία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και ανάγκες, ωστόσο, όλες μέσα από τη διαφορετικότητά τους, ανακαλύπτουν το δρόμο προς την αειφορία, ο οποίος περνάει αναμφίβολα από τα κανάλια της πληροφόρησης και της ενημέρωσης. Ο σχεδιασμός βιώσιμων αναπτυξιακών δράσεων, αναδεικνύει τη μεγάλη σημασία των συμμετοχικών διαδικασιών, γιατί μόνο μέσα από αυτές ενδυναμώνεται η έννοια της δημοκρατίας και της συναίνεσης σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας και αναπτυξιακών επιλογών. Αυτή την πολιτική εφαρμόζει και η Περιφέρεια Κρήτης, στοχεύοντας στην πρόληψη, ενημέρωση, δραστηριοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στο περιβαλλοντικό γίγνεσθαι.
Οι άνθρωποι επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο το κλίμα και τη θερμοκρασία της γης μέσω της χρήσης ορυκτών καυσίμων, της αποψίλωσης των δασών και της κτηνοτροφίας, δραστηριότητες που προσθέτουν τεράστιες ποσότητες επιβλαβών αερίων στην ατμόσφαιρα, προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη. Το γνωστό σε όλους πλέον και ως “φαινομένου του θερμοκηπίου” είναι η διαδικασία που συνδέεται με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας ολόκληρης της επιφάνειας της Γης, κατάσταση που συνδέεται άμεσα με τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, από τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ουσιαστικά, τα αέρια της ατμόσφαιρας απορροφούν την θερμική ενέργεια του ήλιου και εμποδίζουν τη ζέστη από το να εγκαταλείψει την ατμόσφαιρα. Δηλαδή, παγιδεύουν την θερμότητα και την κρατούν κοντά στη γη εμποδίζοντας τη διάχυσή της στο διάστημα.
Αυτό σχετίζεται άμεσα και με το θερμικό ισοζύγιο της Γης, το οποίο έχει ως εξής: από το 100% της συνολικής εισερχόμενης ακτινοβολίας, η επιφάνεια της γης απορροφά 51% , το 19% απορροφάται από σύννεφα και την ατμόσφαιρα, ενώ το 30% ανακλάται πίσω, από τα σύννεφα, την ατμόσφαιρα και την γήινη επιφάνεια.
Τα αέρια για τα οποία γίνεται λόγος (Green House Gazes), υπήρχαν ήδη στην ατμόσφαιρα σε μια διαρκή ισορροπία, όμως κάποια τελικά καταλήγουν επιβλαβή λόγω αυξημένης συγκέντρωσής τους, ως αποτέλεσμα της ανθρωπογενούς παρέμβασης. Πρόκειται κυρίως για: το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο, τα οξείδια του αζώτου και τους χλωροφθοράνθρακες.
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) είναι το αέριο του θερμοκηπίου που παράγεται συχνότερα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και ευθύνεται για το 63% της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Η συγκέντρωσή του στην ατμόσφαιρα είναι σήμερα κατά 40% υψηλότερη από ό,τι κατά την έναρξη της εκβιομηχάνισης. Άλλα αέρια του θερμοκηπίου, εκλύονται σε μικρότερες ποσότητες αλλά παγιδεύουν τη θερμότητα πολύ περισσότερο, ή σε μερικές περιπτώσεις είναι κατά πολύ ισχυρότερα και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Το μεθάνιο ευθύνεται για το 19% της υπερθέρμανσης του πλανήτη από ανθρωπογενείς αιτίες και το υποξείδιο του αζώτου για το 6%.
Καθοριστική λοιπόν κρίνεται η διάρκεια ζωής των κυριότερων αερίων του θερμοκηπίου, η οποία είναι:
- Διοξείδιο του άνθρακα: δεν καταστρέφεται αλλά ακολουθεί τον κύκλο του άνθρακα, μπορεί να μείνει στην ατμόσφαιρα για χιλιάδες έτη
- Μεθάνιο: 12,4 έτη
- Οξείδια του Αζώτου: 121 έτη
- Χλωροφθοράνθρακες: από κάποιες εβδομάδες ως χιλιάδες έτη
Δείτε εδώ το διάγραμμα συσχετισμού της αυξανόμενης θερμοκρασίας και των ολοένα αυξανόμενων επιπέδων CO2
Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ένα τοπικό πρόβλημα όλης της Ευρώπης και του βόρειου ημισφαιρίου. Οι ατμοσφαιρικοί ρύποι που εκλύονται σε μία χώρα ενδέχεται να μεταφερθούν στην ατμόσφαιρα και να επιδεινώσουν ή να καταστήσουν κακή την ποιότητα του αέρα σε μια άλλη περιοχή. Η μακροχρόνια έκθεση σε αυτούς τους ρύπους ενδέχεται να προκαλέσει επιπτώσεις κυμαινόμενης βαρύτητας για την υγεία, από προσβολή του αναπνευστικού συστήματος έως πρόωρο θάνατο.
Εκτός από το διοξείδιο του άνθρακα για το οποίο γίνεται πολύς λόγος, το μεθάνιο είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ανθρωπογενής παράγων της κλιματικής αλλαγής. Σε σχέση με το τελευταίο, το μεθάνιο έχει σχετικά σύντομη ζωή, καθώς κατά μέσο όρο διαρκεί μόνο εννέα χρόνια στην ατμόσφαιρα, ενώ το διοξείδιο για περίπου ένα αιώνα. Αυτό καθιστά το μεθάνιο κατ’ εξοχήν ιδανικό στόχο για περιορισμό των εκπομπών άνθρακα σε σύντομο χρονικό ορίζοντα.
Οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα σε σημαντικές ποσότητες από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ερευνητές βρήκαν ότι έως περίπου το 1870 σχεδόν όλο το μεθάνιο που είχε εκλυθεί στην ατμόσφαιρα ήταν βιολογικής προέλευσης. Όμως στη συνέχεια, λόγω κυρίως της αυξανόμενης εξόρυξης καυσίμων, το ανθρωπογενές μεθάνιο άρχισε να αυξάνεται με γρήγορο ρυθμό.
Σημαντικό ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατοικεί σε περιοχές, ιδιαίτερα σε πόλεις, όπου παρουσιάζονται υπερβάσεις στα πρότυπα ποιότητας του αέρα: το όζον, το διοξείδιο του αζώτου και τα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ) ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Πολλές χώρες έχουν υπερβεί ένα ή περισσότερα από τα όρια εκπομπών και ως εκ τούτου, το θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης παραμένει σημαντικό.
Παρακάτω φαίνεται η κατανομή από τις εκπομπές αερίων ανά οικονομικό παράγοντα, σε μία θεώρηση του ΕΟΠ για το 2015
Πιο συγκεκριμένα, οι ρύποι ανά κατηγορία προκύπτουν από:
- Καύση ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) για βιομηχανία, μεταφορές, ηλεκτρισμό παράγει διοξείδιο του άνθρακα και υποξείδιο του αζώτου.
- Αποψίλωση των δασών, επίσης αυξάνει τις ποσότητες CO2 επειδή σταματάει τη φωτοσύνθεση μέσω της οποίας τα φυτά απορροφούν διοξείδιο και απελευθερώνουν οξυγόνο στην ατμόσφαιρα Όταν τα δέντρα μειώνονται, ο άνθρακας που θα αποθηκευόταν σ’ αυτά ελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.
- Μεθάνιο παράγεται από την υγειονομική ταφή των απορριμμάτων, από κτηνοτροφία (οργανικά απόβλητα ζώων), γεωργία και αλλαγές στη χρήση γης (CH4).
- Τα αζωτούχα λιπάσματα ευθύνονται για τις εκπομπές υποξειδίου του αζώτου.
- Τα βιομηχανικά φθοριούχα αέρια έχουν τεράστια θερμαντική επίδραση, έως και 23.000 φορές μεγαλύτερη από αυτή του CO2. Ευτυχώς εκλύονται σε μικρότερες ποσότητες και καταργούνται σταδιακά σύμφωνα με κανονισμό της ΕΕ.
Η σημερινή μέση θερμοκρασία της γης είναι κατά 0,85οC έως 1οC υψηλότερη από ό,τι στο τέλος του 19ου αιώνα. Κάθε μία από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ήταν θερμότερη από την προηγούμενή της, και οι θερμότερες από το 1850. Oι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι πλέον αποδεδειγμένα η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης που παρατηρείται από τα μέσα του 20ού αιώνα. Δεν μπορούν άλλωστε να ερμηνευτούν με φυσικά αίτια, οι αποκλίσεις που παρουσιάζουν οι ρεαλιστικές τιμές, σε σχέση με τις αναμενόμενες (παρά μόνο αν προστεθεί στο μοντέλο η ανθρώπινη παράμετρος)
Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, θεωρείται από τους επιστήμονες ως το όριο πέραν του οποίου θα υπάρξει πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος για καταστροφικές αλλαγές στο περιβάλλον του πλανήτη. Για τον λόγο αυτό, η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει την ανάγκη διατήρησης της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 2°C (ιδανικά έως 1,5οC)
Από την αρχή της εμφάνισής του στη Γη, ο άνθρωπος είναι μέρος του περιβάλλοντος. Για να επιβιώσει ως είδος, σταδιακά κυριάρχησε σε άλλα είδη και τελικά σε μεγάλο βαθμό στην φύση. Στη συνέχεια επήλθε μία ευφορία λόγω της ανθρώπινης “παντοδυναμίας”, η οποία κορυφώθηκε με την βιομηχανική επανάσταση (1860), οπότε ξεκίνησε και η σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος με συχνά τραγικές συνέπειες.
Από το 1970 αρχίζει η συνειδητοποίηση ότι η οικονομική ανάπτυξη επιδρά αρνητικά στο περιβάλλον. Παρά τις πιέσεις για την οικολογική βελτίωση, δεν γίνεται καμία κίνηση κατοχύρωσης, γιατί υπάρχει το φοβερό δίλημμα: οικονομική ανάπτυξη ή προστασία του περιβάλλοντος; Τα επίσημα κράτη αρχικά υποβαθμίζουν τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής ρύπανσης, ώσπου άρχισαν (ακόμα και στην Ελλάδα), να υπάρχουν νεκροί, από διαπιστωμένα αίτια συνδυασμού ρύπανσης και καύσωνα. Στην Αθήνα, κατά τον φονικό καύσωνα του 1987, έχασαν τη ζωή τους πάνω από 1300 άνθρωποι, όταν η θερμοκρασία για 8 συνεχόμενες μέρες έφτασε τους 44οC.
Σήμερα, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι σε πιθανότητα πάνω από 95%, η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι αυτή που ευθύνεται για την υπερθέρμανση του πλανήτη, τα τελευταία 50 χρόνια. Οι βιομηχανικές δράσεις, έχουν αυξήσει τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού CO2 από 280ppm (parts per million) σε 412 ppm τα τελευταία 150 χρόνια.
Καθώς πολλά έμβια κινδυνεύουν με εξαφάνιση και το περιβάλλον υποβαθμίζεται με ταχύτατο ρυθμό, είναι σαφές ότι όχι μόνο η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι δεδομένη στο μέλλον, αλλά και η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπινου είδους. Με τη δημιουργία του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), μπήκε στο τραπέζι της διεθνούς συζήτησης, η ανθρωποκεντρική συνιστώσα στην αλλαγή του κλίματος, αυτή τη φορά με όραμα τους ευνοϊκούς όρους συνύπαρξης.
Εισάγοντας την έννοια της “αειφόρου ανάπτυξης”, εξασφαλίζεται η ικανοποίηση των σημερινών αναγκών, χωρίς να περιοριστεί η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες. Η αειφόρος ανάπτυξη συνδυάζει τρία στοιχεία: οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό, τα οποία πρέπει να θεωρούνται ισότιμα σε πολιτικό επίπεδο.
Η ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΟΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (Antropocene)
Η μελέτη του κλίματος, δεν είναι μία καινούρια επιστήμη και ιστορικά, δεν ήταν άγνωστες οι κλιματικές μεταβολές: ο Αριστοτέλης, στο βιβλίο του «Μετεωρολογικά», καθόρισε, τον 4ο αιώνα π.Χ., τις κλιματικές ζώνες της Γης. Στο σύγγραμμά του χαρακτηριστικά αναφέρει: «Οι ίδιοι τόποι στην Γη δεν είναι ούτε πάντα ξηροί ούτε πάντα υγροί, αλλά με κάποιον νόμο μεταλλάσσονται μέσα στους αιώνες». Η παρατηρητικότητα του Αριστοτέλη βοήθησε τους ερευνητές, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, να συμπεράνουν ότι οι κλιματικές αλλαγές επέρχονται μέσα σε χιλιάδες χρόνια, σε ότι αφορά την φυσική τους εξέλιξη και εναλλαγή, είτε λόγω μεταβολών του σχήματος της τροχιάς της Γης, ή της κλίσης περιστροφής του άξονά της.
Κατά τον 20ο όμως αιώνα, αυξήθηκε πάνω από 25% το διοξείδιο του άνθρακα, ένας από τους παράγοντες του θερμορυθμιστικού συστήματος της Γης. Η τάση συνεχίζει να είναι παγκοσμίως αυξητική, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια, προκαλώντας μιαν αποσταθεροποίηση του κλίματος, ανθρωπογενούς προέλευσης.
Ο καθηγητής Paul Grutzen ονόμασε την τελευταία περίοδο «ανθρωπόκαινο», λέξη σύνθετη που αποτελείται από τις λέξεις «άνθρωπος» και «καινός» και που σημαίνει «νέα, πρόσφατη περίοδος». Σε αυτή την περίοδο, τα περισσότερα κράτη του Πλανήτη αποδέχθηκαν, ήδη από την Διάσκεψη του Rio de Janeiro (1992), τις ενδείξεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει στην Φύση, μεταβάλλοντας το κλίμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβαίνουν συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα σε παγκόσμια κλίμακα, τα οποία μπορεί να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Η συχνότητα εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων εντείνεται μ’ εντυπωσιακό ρυθμό.
Έτσι, στην Ευρώπη κάθε χρόνο περίπου 5% των Ευρωπαίων αντιμετωπίζουν ένα ακραίο κλιματικό γεγονός, π.χ. έναν καύσωνα, μια πλημμύρα, μια ξηρασία. Στα προσεχή 50 χρόνια το ποσοστό αυτό των Ευρωπαίων πολιτών, αναμένεται ότι θα αυξηθεί σε πάνω από 60%.
Συχνότερη είναι πλέον και στην Ελλάδα η εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων: παλαιότερα είχαμε έναν καύσωνα κάθε 30 χρόνια, την τελευταία τριακονταετία έχουμε, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, έναν καύσωνα κάθε δεύτερο χρόνο, ενώ τείνουμε να έχουμε έναν κάθε χρόνο.
Ζούμε όλοι στον ίδιο πλανήτη και μοιραζόμαστε από κοινού τον αντίκτυπο των εκπομπών που μεταβάλλουν το κλίμα και οδηγούν στις φυσικές καταστροφές. Η κλιματική αλλαγή θα έχει σοβαρότατες συνέπειες σε ορισμένες περιοχές της Γης, χωρίς αυτές οι περιοχές να είναι οι άμεσα υπεύθυνες για την παραγωγή βλαβερών εκπομπών. Μέχρι και πριν από 50 χρόνια, λίγοι άνθρωποι γνώριζαν ή φαντάζονταν ότι η κλιματική αλλαγή θα γινόταν μια από τις κύριες απειλές της ανθρώπινης ζωής στη Γη. Παρ’ όλα αυτά, στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, θα έπρεπε να επιμεριστεί η ευθύνη κάθε χώρας, καθώς ο πραγματικός στόχος είναι να προσδιοριστούν δίκαια, ταμέτρα που κάθε κάτοικος του πλανήτη, κάθε περιοχή και κάθε κυβέρνηση πρέπει να λάβει για να μετριάσει και να αντιστρέψει τις τάσεις των εκπομπών.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα εξής:
- Το διακριτό ποσοστό εκπομπών κάθε χώρας, εφ’όσον αυτό είναι ξεκάθαρο. Κάποιες εκπομπές οφείλονται στην παραγωγή αγαθών, τα οποία στη συνέχεια εξάγονται σε άλλα μέρη, χωρίς να είναι σαφές: θα πρέπει αυτές οι εκπομπές να αποδίδονται στη χώρα παραγωγής ή στη χώρα κατανάλωσης?
- Το ιστορικό εκβιομηχάνισης, καθώς η πηγή των περισσότερων εκπομπών που συντελούν στην κλιματική αλλαγή, ξεκίνησε σε διαφορετικές περιόδους (σε πολλές χώρες δεν έχει ξεκινήσει ακόμα). Προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση, κατά τον υπολογισμό του μεριδίου κάθε χώρας σε εκπομπές CO2που έχει συσσωρευτεί στην ατμόσφαιρα εδώ και 2 αιώνες, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το στοιχείο της ιστορικής ευθύνης.
- Το ότι κάποιες χώρες βρίσκονται σήμερα, πέρα από την πιο έντονη φάση βιομηχανικής ανάπτυξης (έχοντας μετεγκαταστήσει πολλές ρυπογόνες μεταποιητικές δραστηριότητες στο εξωτερικό). Αντιθέτως, αρκετές οικονομίες στηρίζονται στον τομέα της μεταποίησης για την ανάπτυξή τους, δημιουργώντας υψηλή ποσότητα εκπομπών, ειδικά όταν δεν μπορούν να βασιστούν σε τεχνολογίες φιλικές προς το περιβάλλον, που αποτελούν μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών.
Επομένως, κατά τον υπολογισμό του μεριδίου κάθε χώρας στις εκπομπές που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και της ποσότητας ρύπων που θα έπρεπε να επιτρέπεται σε κάθε χώρα να παράγει, πρέπει να λάβουμε υπόψιν τις οικονομίες που βρίσκονται ακόμα σε διαδικασία εκβιομηχάνισης ή έχουν μείνει πίσω σε αναπτυξιακό επίπεδο. Η σύγκλιση που ενισχύει τη δημιουργία ενός κοινού χάρτη πορείας με μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να βασίζεται στους τρεις αυτούς παράγοντες.
Η αναπτυξιακή στρατηγική της Ελλάδας, περιλαμβάνει την ενεργό συνεργασία, έχοντας κυρώσει τις περισσότερες διεθνείς περιβαλλοντικές συμφωνίες. Επίσης, θεωρείται μέγιστης σημασίας η πρόσβαση του κοινού στην περιβαλλοντική πληροφόρηση, γι’αυτό και θεσπίζονται συγκεκριμένες δομές:
- Ιδρύεται το Εθνικό Δίκτυο Πληροφοριών Περιβάλλοντος, μία ολοκληρωμένη εθνική τράπεζα δεδομένων που λειτουργεί τροφοδοτώντας παράλληλα τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ).
- Για να στηριχθεί σε πρακτικό επίπεδο η έννοια της αειφορίας μέσα από προγράμματα και δράσεις, συστήνεται ο φορέας του Εθνικού κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, που στοχεύει σε έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και προστασίας περιβάλλοντος.
Η εφαρμοζόμενη κοινοτική Οδηγία, άνοιξε το δρόμο της περιβαλλοντικής πληροφόρησης στο κοινό, με αποτέλεσμα τόσο οι πολίτες όσο και οι φορείς, να ευαισθητοποιηθούν ακόμα περισσότερο στα ζητήματα αυτά. Υλοποιώντας όλα αυτά, καλύπτονται σε γενικές γραμμές οι βασικές προϋποθέσεις “ενδογενούς ώθησης” τόσο της Εθνικής, όσο και της Περιφερειακής ανάπτυξης.
Οι προκλήσεις είναι πολλές, με κυριότερη αυτήν της κλιματικής αλλά και ενεργειακής δικαιοσύνης. Οφείλουμε να βρούμε ένα τρόπο να μετατρέψουμε τις δυσκολίες σε ευκαιρίες για Βιώσιμη Ανάπτυξη. Εάν έως τώρα το θεωρούσαμε ευχή, η κλιματική κρίση το καθιστά επιτακτική ανάγκη. Πέρα από τις θεωρητικές έννοιες, περνάμε πλέον στο δια ταύτα: η επόμενη δεκαετία θα είναι η πιο κρίσιμη για την υλοποίηση των «πράσινων σχεδίων δράσης». Ο σχεδιασμός συνδυασμένων προγραμμάτων προς την αειφορία, διασφαλίζει τη μόνιμη προστασία του περιβάλλοντος, την ειρηνική συνύπαρξη και προστασία των ειδών, τη διασφάλιση της ισορροπίας Ανθρώπου – Φύσης χωρίς νικητές και χαμένους.