Ιστορική αναδρομή

Το διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο γεννιέται ουσιαστικά μαζί με την περιβαλλοντική πολιτική κατά τη δεκαετία του 1960 όταν αρχίζουν να διατυπώνονται οι πρώτες επιστημονικές ανησυχίες για την κατάσταση του πλανήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι «περιβαλλοντικά» νομικά και ρυθμιστικά μέτρα είχαν ληφθεί και σε πολύ προγενέστερες εποχές, αφού έχουμε μαρτυρίες από την αρχαία Κίνα,  την  αρχαία  Ελλάδα,  τον  Μεσαίωνα,  και  πιο  πρόσφατα  κατά  τις  πρώτες  δεκαετίες  της Βιομηχανικής  Επανάστασης.  Όμως,  το  περιβαλλοντικό  δίκαιο  με  την  σύγχρονη  του  μορφή εμφανίζεται ουσιαστικά μετά το μέσο του 20ου αιώνα. Παρακάτω, βρείτε μία σύντομη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία της νομικής και πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος.

Δεκαετία του 1960 – συνειδητοποίηση

Ο άνθρωπος βλέπει για πρώτη την εικόνα του ευάλωτου γαλάζιου πλανήτη Γη από το διάστημα και καταλαβαίνει την έννοια των πεπερασμένων ορίων του πλανήτη.

Ανακοίνωση  πρώτων  επιστημονικών  μελετών  και  διατύπωση  ανησυχιών  σχετικά  με  την κατάσταση  του  πλανήτη.  Ενεργοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών με την ίδρυση περιβαλλοντικών οργανώσεων, όπως και το WWF το 1961.

Δεκαετία του 1970 – πολιτικοποίηση

  • Λήψη πρώτων εθνικών περιβαλλοντικών νομοθετικών μέτρων σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
  • Διαπίστωση ανάγκης παγκόσμιας προσέγγισης για την επίλυση των περιβαλλοντικών θεμάτων.
  • Δημοσίευση της έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης Limits to Growth, 1972.
  • Η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης για το Ανθρώπινο Περιβάλλον (1972) αποτελεί ορόσημο για την καθιέρωση του περιβάλλοντος στην πολιτική ατζέντα.
  • Ίδρυση του Προγράμματος για το Περιβάλλον του ΟΗΕ (UNEP).
  • Σύναψη των πρώτων διεθνών περιβαλλοντικών συμβάσεων. (Σύμβαση Ραμσάρ 1971, Σύμβαση CITES 1973, Σύμβαση MARPOL 1973/78, κοκ).

Δεκαετία του 1980 – μαζική ενεργοποίηση

  • Ωρίμανση της περιβαλλοντικής συνείδησης με αποτέλεσμα την μαζική ενεργοποίηση πολιτών.

Γεγονότα  –  σοκ  (Πετρελαιοκηλίδα  Exxon-Valdez,  Ατύχημα  Chernobyl)  και  νέα  επιστημονικά δεδομένα (π.χ. σχετικά με την επιρροή της όξινης βροχής στον μέλανα δρυμό, την ύπαρξη τρύπας  του  όζοντος,  τη  μείωση  κατά  το  μισό  των  πληθυσμών  των  ελεφάντων  στην  Αφρική) δημιουργούν αρκετή πίεση από την κοινή γνώμη για νέες πολιτικές και νομικές πρωτοβουλίες.

  • Διατύπωση της αρχής της Αειφόρου Ανάπτυξης από την Επιτροπή Brundtland για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Our Common Future 1987). Στόχος είναι η ισορροπία μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής    ευημερίας    και    συνοχής,    και    προστασίας    του περιβάλλοντος.
  • Εκσυγχρονισμός του   περιβαλλοντικού   δικαίου.   Οι   συμβάσεις   πλέον   έχουν   την   μορφή συνθήκης-πλαίσιο, της οποίας οι υποχρεώσεις προσαρμόζονται ανάλογα με τα υπάρχοντα κάθε στιγμή επιστημονικά δεδομένα ενώ διαφοροποιούνται ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε κράτους να τις εφαρμόσει, κυρίως μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών (π.χ. Σύμβαση της Βιέννης για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του στρατοσφαιρικού όζοντος (1985) και το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987) για σαφείς μειώσεις αυτών των ουσιών).

Δεκαετία του 1990 – ωρίμανση

Η συνδιάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (1992) αποτελεί σταθμό στην σύγχρονη  περιβαλλοντική  νομοθεσία  και  πολιτική.  Καθιερώνει  και  πολιτικά  την  αρχή  της αειφόρου  ανάπτυξης,  και  τονίζει  την  ανάγκη  τόσο  παγκόσμιων  λύσεων  όσο  και  τοπικών δράσεων.

Σύναψη πολλών νέων σύγχρονων περιβαλλοντικών συμβάσεων που έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής των ρυθμίσεων τους σε αντιστοιχία με τα συνεχώς εξελισσόμενα επιστημονικά δεδομένα  και  τις  τεχνολογικές  ή  άλλες  λύσεις.  Π.χ.  η  Σύμβαση  του  ΟΗΕ  για  την  κλιματική αλλαγή (1992) και το μετέπειτα Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), η Σύμβαση για τη Διατήρηση της Βιοποικιλότητας (1992), η Σύμβαση του ΟΗΕ για την Αντιμετώπιση της Ερημοποίησης (1994), κοκ.

Δεκαετία του 2000 – πρόκληση της εφαρμογής

Η συνδιάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη (2002) έθεσε ουσιαστικά ως θέμα προτεραιότητας την εφαρμογή της πληθώρας περιβαλλοντικών δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί ιδίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Τα επιστημονικά δεδομένα επιβεβαιώνουν τα ανησυχητικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του πλανήτη, παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες οικονομικές, τεχνολογικές και νομικές λύσεις για την αντιμετώπιση πολλών περιβαλλοντικών προκλήσεων. Παράλληλα, οι αναπτυξιακές ανάγκες εκατομμυρίων ανθρώπων (πρόσβαση σε βασικές ανάγκες, καθαρό νερό, φαγητό, βασικές  συνθήκες  υγιεινής,  κτλ)  είναι  πιεστικές,  ενώ  οι  υποβάθμιση  των  λειτουργιών  των οικοσυστημάτων συμβάλει στην περαιτέρω εξαθλίωση ορισμένων ομάδων ανθρώπων.

Περιβαλλοντικό δίκαιο – Βασικά χαρακτηριστικά

Το περιβαλλοντικό δίκαιο έχει εξελιχθεί σε ένα από τους ογκωδέστερους και συνεχώς εξελισσόμενους ειδικούς τομείς δικαίου. Σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 1000 διμερείς, περιφερειακές και διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

Σημαντική η επιρροή  του  «ήπιου  δικαίου».  Πέρα  από  τις  αυστηρές  νομικές  δεσμεύσεις, σημαντική επιρροή έχουν οι πολιτικές αποφάσεις και τα ψηφίσματα διεθνών οργανισμών, καθώς θέτουν ήπιους κανόνες οι οποίοι καλλιεργούν αίσθημα ευθύνης και τελικά υποχρέωση αλλαγής  της  συμπεριφοράς  στα  κράτη  καθώς  είθισται  να  γίνονται  σεβαστοί  από  τα  κράτη. Όταν αναφερόμαστε στο περιβαλλοντικό δίκαιο και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τις υποχρεώσεις του ήπιου δικαίου, και κατά συνέπεια να αναγνωρίζουμε την πολιτική διάσταση των θεμάτων, καθώς ο τομέας αυτός σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας απομονωμένος τομέας δικαίου.

Όσο η επιστήμη τεκμηριώνει τα αίτια της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, εδραιώνει τις επιπτώσεις και παρουσιάζει λύσεις, τόσο αναπροσαρμόζεται το νομικό πλαίσιο, ώστε να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά στις περιβαλλοντικές προκλήσεις.

Οι φορείς που εμπλέκονται στο συνεχώς αναπροσαρμοζόμενο περιβαλλοντικό δίκαιο, είναι κράτη, διεθνείς  οργανισμοί,  ΜΚΟ, επιχειρήσεις,  η ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, η εσωτερική διοίκηση του κάθε κράτους καθώς και η τοπική αυτοδιοίκηση. Περισσότερο από όλα όμως, για την ενεργό προστασία του  περιβάλλοντος, απαιτείται  συνειδητοποίηση και αλλαγή  στον τρόπο ζωής του κάθε πολίτη.

Ημερομηνίες – σταθμοί στην εξέλιξη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και πολιτικής

1972: είναι η πρώτη φορά που αρχίζει να γίνεται λόγος για το περιβάλλον (άτυπα) στην Σύνοδο Κορυφής, στο Παρίσι.

1973: 1ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον. Από τότε έχουν υπάρξει 6 προγράμματα δράσης που υλοποιήθηκαν έως το 2010.

1986: Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη προσθέτει κεφάλαιο στις πολιτικές της ΕΟΚ για το περιβάλλον

1992: Συνθήκη του Μάαστριχτ –περιβαλλοντική ενσωμάτωση σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ

1997: Συνθήκη του Άμστερνταμ: για πρώτη φορά η Αειφόρος Ανάπτυξη θεσμοθετείται ως επίσημος στόχος της ΕΕ

2001: Υιοθέτηση Στρατηγικής  Αειφόρου Ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Γκέτεμποργκ.

2007: Υιοθέτηση Ενεργειακού Πακέτου – Δέσμευση για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% σε σχέση με το 1990 μέχρι το 2020.

Οι Διεθνείς Συμφωνίες

Στις 12 Δεκεμβρίου 2015,  στην 21η Διάσκεψη των Μερών (Conference of Parties – COP21) 195 χώρες της Σύμβασης-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) συμφώνησαν σε μια νέα παγκόσμια, νομικά δεσμευτική συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι, γνωστή ως «Συμφωνία των Παρισίων».

Η Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 2016 και έως τον Ιούνιο του 2019 είχε επικυρωθεί από 185 χώρες. Η Ελλάδα κύρωσε τη Συμφωνία με τον ν.4426/2016 (Α’ 187).

Η Συμφωνία  θέτει τρεις κύριους στόχους:

  1. τη συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη αρκετά κάτω από 2οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και τη συνέχιση των προσπαθειών για τον περιορισμό της αύξησης της σε 1,5ο C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, αναγνωρίζοντας ότι θα συμβάλει σημαντικά στη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής,
  2. την αύξηση της ικανότητας προσαρμογής στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή και της ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με τρόπο που δε θέτει σε κίνδυνο την παραγωγή τροφίμων, και
  3. τη συμβατότητα των χρηματοδοτικών ροών με την πορεία προς μία ανάπτυξη χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ανθεκτικής στην κλιματική αλλαγή.

Η πρόοδος υλοποίησης της Συμφωνίας θα αξιολογηθεί το 2023, στο πλαίσιο της διαδικασίας παγκόσμιου απολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 14 αυτής. Ειδικά για την αξιολόγηση της προόδου που θα έχει συντελεστεί σε θέματα προσαρμογής προβλέπεται (άρθρο 7.14), η αναγνώριση των προσπαθειών των αναπτυσσόμενων χωρών, η ενίσχυση της εφαρμογής δράσεων προσαρμογής, η επανεξέταση της καταλληλόλητας και της αποτελεσματικότητας των προσπαθειών προσαρμογής και της υποστήριξης που τους παρέχεται και ο έλεγχος της προόδου που έχει σημειωθεί για την επίτευξη του παγκόσμιου στόχου για την προσαρμογή.

Το βιβλίο κανόνων της Συμφωνίας των Παρισίων (Paris Rulebook), δηλαδή ο τρόπος και οι διαδικασίες εφαρμογής της, συζητήθηκε στην COP22 στο Μαρακές (Νοέμβριος 2016) και στην COP23 στη Βόνη (Νοέμβριος 2017) και συμφωνήθηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, στην COP24 στο Κatowice της Πολωνίας (Δεκέμβριος 2018).  Κατά τη διάρκεια της COP25 στην Ισπανία (Δεκέμβριος 2019) συζητήθηκαν διάφορα εναπομείναντα θέματα του βιβλίου κανόνων της Συμφωνίας. Οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα θα συνεχιστούν στο Ηνωμένο Βασίλειο με την COP26 που έχει προγραμματιστεί για το Νοέμβριο του 2021.

Στα πλαίσια της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το περιβάλλον υπάρχουν  περισσότερες  από  400  Οδηγίες  που  ρυθμίζουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων όπως την προστασία της φύσης, του ατμοσφαιρικού αέρα, των υδάτων, την ηχορύπανση, τη διαχείριση των αποβλήτων αλλά και την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και τους κανόνες εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) βάσει των αποφάσεων του έχει ενισχύσει την περιβαλλοντική νομοθεσία ζητώντας την εφαρμογή της και ερμηνεύοντας τις διατάξεις της.