Πόσο μας κοστίζει η κλιματική αλλαγή?
7 εκατομμύρια ζωές το χρόνο και πάνω από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια κοστίζει στον πλανήτη η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Υπολογίζεται πως στις 15 χώρες με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι επιπτώσεις της ρύπανσης στην υγεία κοστίζουν τουλάχιστον το 4% του ΑΕΠ, ενώ οι δράσεις για τους στόχους έναντι στην κλιματική αλλαγή θα κόστιζαν μόνο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ας δούμε κάποια δυσοίωνα οικονομικά δεδομένα.
Σε μια συνολική θεώρηση του IPCC, το πλήθος των στοιχείων που έχουν επίσημα δημοσιευτεί παγκοσμίως, δείχνουν ότι το καθαρό κόστος καταστροφής από την κλιματική αλλαγή είναι σημαντικό και τείνει να αυξάνεται με το χρόνο.
Από τα αποτελέσματα της Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες αντίστοιχες εκτιμήσεις διεθνώς, προκύπτει ότι, σε αμιγώς οικονομικό επίπεδο, το κόστος της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής για την Ελλάδα, ως το τέλος του 21ου αιώνα – εάν δεν γίνει καμία παρέμβαση – θ’ ανέβει στο ποσό των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή το κόστος στην χώρα μας θα είναι περισσότερο από το διπλάσιο του εξωτερικού μας χρέους!
Τα νέα δεδομένα δείχνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο στόχος, να ληφθούν μέτρα ώστε η μέση θερμοκρασία του Πλανήτη να μην ξεπεράσει τον 1,5ο C είναι ένα σημαντικό και εφικτό ζητούμενο. Τα μέτρα που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι στόχοι, όπως προτείνει η Επιστημονική Κοινότητα, αποτελούν μιαν ευκαιρία μοναδική για την Ανθρωπότητα, ώστε ν’ απεξαρτηθεί το ζήτημα της ενέργειας από την καύση ορυκτών καυσίμων. Δίνοντας έμφαση στις νέες τεχνολογίες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην εξοικονόμηση ενέργειας και της κατανάλωσης των φυσικών πόρων, μπορούμε να φθάσουμε αφενός σε καθαρότερο και ασφαλέστερο περιβάλλον και, αφετέρου, στην δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος που λειτουργεί ως κέντρο δεδομένων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, διατηρεί επίσης βάση δεδομένων για τις πολιτικές και τα μέτρα άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής. Μπορείτε να δείτε τα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα, .
Επομένως, παρέχοντας πληροφορίες, δεδομένα, δείκτες αξιολόγησης κλπ — που επικεντρώνονται στις τάσεις, προβλέψεις, πολιτικές και στα μέτρα για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ευρώπη, ο ΕΟΠ στηρίζει την εφαρμογή της νομοθεσίας για την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής, για την αξιολόγηση των πολιτικών της ΕΕ και για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών για τον μετριασμό του φαινομένου. Ο ΕΟΠ συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΓΓ Δράσης για το Κλίμα, Κοινό Κέντρο Ερευνών, Eurostat), καθώς και με εμπειρογνώμονες από τα Ευρωπαϊκά Θεματικά Κέντρα για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την κλιματική αλλαγή (ETC/ACM) και με το δίκτυο των χωρών του (Eionet).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Όσον αφορά στις εκτιμήσεις των οικονομικών επιπτώσεων, εκπονήθηκαν εξειδικευμένες μελέτες για 3 σενάρια:
- ΣΕΝΑΡΙΟ 1: είναι το δυσμενέστερο από πλευράς έντασης της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής και αντιστοιχεί σε ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων και χαρακτηρίστηκε ως Σενάριο Μη Δράσης. Υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό κόστος του Σεναρίου Μη Δράσης για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, ανέρχεται στα €700 δις.
- ΣΕΝΑΡΙΟ 2: καθορίστηκε ως Σενάριο Μετριασμού, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 oC. Το συνολικό κόστος του Σεναρίου Μετριασμού, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως απώλεια ΑΕΠ, προκύπτει ίσο με €436 δις (σταθερές τιμές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος στην περίπτωση του Σεναρίου Μετριασμού είναι κατά €265 δις. μικρότερο από αυτό του Σεναρίου Μη Δράσης και επομένως η πολιτική μετριασμού μειώνει κατά 40% το κόστος της μη δράσης.
- ΣΕΝΑΡΙΟ 3: Τέλος, προκειμένου να μετριαστούν οι ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, είναι αναγκαίο να ασκηθεί και πολιτική προσαρμογής, η οποία προβλέπεται από το Σενάριο Προσαρμογής. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το ΑΕΠ της Ελλάδος θα παρουσιάσει μείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα, και το κόστος προσαρμογής εκτιμάται ίσο με €67 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, όπως αναλύεται στα οικεία τμήματα της Έκθεσης, τα μέτρα προσαρμογής δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζημιών λόγω της κλιματικής αλλαγής, απλώς τις περιορίζουν. Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία από τις εναπομένουσες ζημίες λόγω της κλιματικής αλλαγής εκτιμήθηκε ίσο με €510 δισεκ. (σταθερές τιμές του 2008), σωρευτικά μέχρι το 2100. Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία βάσει του Σεναρίου Προσαρμογής είναι το άθροισμα του κόστους που συνεπάγονται για την οικονομία τα μέτρα προσαρμογής και του κόστους που οφείλεται στις (περιορισμένες) ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, το συνολικό κόστος του Σεναρίου Προσαρμογής εκτιμήθηκε ίσο με €577 δις (σταθερές τιμές του 2008), σωρευτικά μέχρι το 2100.
Οι εν λόγω εκτιμήσεις πρέπει να θεωρηθούν απλώς ενδεικτικές. Ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν το στρατηγικό σχεδιασμό και την πολιτική προσαρμογής της χώρας είναι το πρόβλημα της ένδειας και, γενικότερα, τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία οξύνει η ανθρωπογενής κλιματική μεταβολή.
Το περιβάλλον για άλλη μια φορά, μπορεί να συνεισφέρει τα μέγιστα στις λύσεις, καθώς διαθέτει ενεργειακές πηγές, σε αφθονία. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι πρακτικά ανεξάντλητες, η χρήση τους δεν ρυπαίνει, ενώ για την αξιοποίησή τους αρκεί να αναπτυχθούν αξιόπιστες και οικονομικά αποδεκτές τεχνολογίες δέσμευσης του δυναμικού τους.
Το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των τεχνολογιών αυτών εμφανίσθηκε αρχικά μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1974 και παγιώθηκε μετά τη συνειδητοποίηση των παγκόσμιων σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων την τελευταία δεκαετία. Για πολλές χώρες, οι ΑΠΕ αποτελούν μια εγχώρια πηγή ενέργειας με ευνοϊκές προοπτικές συνεισφοράς στο ενεργειακό τους ισοζύγιο, συμβάλλοντας στη μείωση της εξάρτησης από το ακριβό εισαγόμενο πετρέλαιο και στην ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού τους εφοδιασμού.
Διαφαίνεται πλέον, ότι ο μόνος δυνατός τρόπος για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταποκριθεί στους φιλόδοξους στόχους του 2030, ε στη συνδιάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, να περιορίσει δηλαδή, μέχρι το έτος 2000 τους ρύπους του διοξειδίου του άνθρακα στα επίπεδα του 1993, είναι να επιταχύνει την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Οι μορφές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι:
- ο ήλιος – ηλιακή ενέργεια,
- ο άνεμος – αιολική ενέργεια,
- οι υδατοπτώσεις – υδραυλική ενέργεια
- η γεωθερμία – γεωθερμική ενέργεια
- η βιομάζα: θερμική ή χημική ενέργεια με την παραγωγή βιοκαυσίμων, τη χρήση υπολειμμάτων δασικών εκμεταλλεύσεων και την αξιοποίηση βιομηχανικών αγροτικών (φυτικών και ζωικών) και αστικών αποβλήτων,
- οι θάλασσες: ενέργεια κυμάτων, παλιρροϊκή ενέργεια και ενέργεια των ωκεανών από τη διαφορά θερμοκρασίας των νερών στην επιφάνεια και σε μεγάλο βάθος.
Τα κύρια πλεονεκτήματα των ΑΠΕ:
- Είναι πρακτικά ανεξάντλητες πηγές ενέργειας και συμβάλλουν στη μείωση της εξάρτησης από τους συμβατικούς ενεργειακούς πόρους οι οποίοι με το πέρασμα του χρόνου εξαντλούνται…
- Είναι εγχώριες πηγές ενέργειας και συνεισφέρουν στην ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού σε εθνικό επίπεδο.
- Είναι γεωγραφικά διεσπαρμένες και οδηγούν στην αποκέντρωση του ενεργειακού συστήματος. Έτσι, δίνετε η δυνατότητα να καλύπτονται οι ενεργειακές ανάγκες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ανακουφίζοντας τα συστήματα υποδομής ενώ παράλληλα μειώνονται οι απώλειες μεταφοράς ενέργειας.
- Δίνουν τη δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης μορφής ενέργειας που είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες του χρήστη (π.χ. ηλιακή ενέργεια για θερμότητα χαμηλών θερμοκρασιών έως αιολική ενέργεια για ηλεκτροπαραγωγή), επιτυγχάνοντας πιο ορθολογική χρησιμοποίηση των ενεργειακών πόρων.
- Έχουν συνήθως χαμηλό λειτουργικό κόστος, το οποίο επιπλέον δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομίας και ειδικότερα των τιμών των συμβατικών καυσίμων.
- Οι επενδύσεις των ΑΠΕ είναι εντάσεως εργασίας, δημιουργώντας πολλές θέσεις εργασίας ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο.
- Μπορούν να αποτελέσουν σε πολλές περιπτώσεις πυρήνα για την αναζωογόνηση υποβαθμισμένων, οικονομικά και κοινωνικά, περιοχών και πόλο για την τοπική ανάπτυξη, με την προώθηση επενδύσεων που στηρίζονται στη συμβολή των ΑΠΕ (π,χ. καλλιέργειες θερμοκηπίου με γεωθερμική ενέργεια).
- Είναι φιλικές προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο και η αξιοποίησή τους είναι γενικά αποδεκτή από το κοινό.
Εκτός από τα παραπάνω πλεονεκτήματα οι ΑΠΕ παρουσιάζουν και ορισμένα χαρακτηριστικά που δυσχεραίνουν την αξιοποίηση και ταχεία ανάπτυξή τους:
- Το διεσπαρμένο δυναμικό τους είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί σε μεγάλα μεγέθη ισχύος ώστε να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί.
- Έχουν χαμηλή πυκνότητα ισχύος και ενέργειας και συνεπώς για μεγάλη παραγωγή απαιτούνται συχνά εκτεταμένες εγκαταστάσεις.
- Παρουσιάζουν συχνά διακυμάνσεις στη διαθεσιμότητά τους που μπορεί να είναι μεγάλης διάρκειας απαιτώντας την εφεδρεία άλλων ενεργειακών πηγών ή γενικά δαπανηρές μεθόδους αποθήκευσης.
- Η χαμηλή διαθεσιμότητά τους συνήθως οδηγεί σε χαμηλό συντελεστή χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων εκμετάλλευσής τους.
- Το κόστος επένδυσης ανά μονάδα εγκατεστημένης ισχύος σε σύγκριση με τις σημερινές τιμές των συμβατικών καυσίμων παραμένει ακόμη υψηλό.
Η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα, αν την δει κανείς από την σκοπιά όχι της παλαιάς κοπής βιομηχανικής επανάστασης αλλά μιας επανάστασης, η οποία στηρίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε τεχνολογίες και δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα λάθη του παρελθόντος μας αναγκάζουν ν’ αλλάξουμε σελίδα σε μια νέα μορφή καθαρότερης και ασφαλέστερης πόλης, σε μια νέα εποχή όπου η ισορροπία ανάμεσα στην βιόσφαιρα και στον Πλανήτη θα διατηρηθεί.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα για τα ορυκτά καύσιμα & τις Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας:
- οι ερωτώμενοι στην Ελλάδα σε ποσοστό μεγαλύτερο απ’ ό,τι ο μέσος όρος στην ΕΕ , συμφωνούν ότι η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων μπορεί να αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια και να ωφελήσει οικονομικά την ΕΕ (80% έναντι 72%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ)
- και ότι πρέπει να δοθεί περισσότερη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας (91% έναντι 84%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ).
- 15% των Ελλήνων έχουν εγκαταστήσει ηλιακούς συλλέκτες στο σπίτι τους, ποσοστό αισθητά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 6%.
Σε σχέση με την Εθνική & Ευρωπαϊκή Πολιτική
- σχεδόν όλοι οι ερωτώμενοι πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να θέσει η εθνική κυβέρνησή τους στόχους για να αυξήσει τη χρήση της ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030 (96% έναντι 92%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ,
- καθώς επίσης να στηρίξει τη βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση έως το 2030 (96% έναντι 89%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, σημειώνοντας αύξηση έξι ποσοστιαίων μονάδων).
- Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι το 95% των ερωτώμενων (πάνω από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 92%) στηρίζει τον στόχο μιας κλιματικά ουδέτερης ΕΕ έως το 2050.
Τα νέα ΕΣΠΑ 2021-2027 προσανατολισμένα σαφώς προς την κατεύθυνση μιας ενεργειακά ουδέτερης οικονομίας, όπως ορίζουν οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης 2030 στοχεύουν στην κάλυψη κατά 32% του ενεργειακού μίγματος από ΑΠΕ, αξιοποιώντας στο μέγιστο βαθμό την αξιοποίηση των ευκαιριών που δίνουν οι νέες τεχνολογίες.
Υπάρχουν όμως και βιώσιμες λύσεις μέσα από ιδιωτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δυναμώνουν τόσο πολύ, όσο περισσότερο ενώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων, που ενισχύεται συνεχώς σε τοπικό επίπεδο. Eίναι τοπικοί αστικοί συνεταιρισμοί αποκλειστικού σκοπού, μέσω των οποίων πρωτίστως οι πολίτες (είτε ως φυσικά είτε ως νομικά πρόσωπα) μπορούν να δραστηριοποιηθούν στον ενεργειακό τομέα, αξιοποιώντας τις καθαρές πηγές ενέργειας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει ευνοϊκούς όρους για τη σύσταση και τη λειτουργία ενεργειακών κοινοτήτων, με στόχο την ενίσχυση όχι μόνο των ατομικών / οικογενειακών εισοδημάτων, αλλά και της τοπικής επιχειρηματικότητας, της αλληλέγγυας οικονομίας και την προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας. Παρακάτω θα βρείτε παραδείγματα όπως ο Ενεργειακός Συνεταιρισμός της Σίφνου, αλλά και από την πρώτη ενεργειακή κοινότητα που δημιουργήθηκε στο νησί της Κρήτης την MINOAN ENERGY COMMUNITY.
Σκοπός των κοινοτήτων αυτών, εκτός από την εμπλοκή των πολιτών στο ενεργειακό γίγνεσθαι μιας περιοχής, είναι η ενεργός συμμετοχή σε ενημερωτικά προγράμματα, η γνώση νέων τεχνολογιών και γενικά η αφύπνιση σε ό,τι έχει να κάνει με την ενέργεια και το κλίμα.
Το σίγουρο είναι ότι στον τομέα της ενέργειας λίγο ως πολύ η εξέλιξη έχει δρομολογηθεί. Ακόμη και αν τα χρονοδιαγράμματα δεν βγουν απολύτως ακριβή, η μετατόπιση της παραγωγής προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει ξεκινήσει.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) στην τελευταία της έκθεση για το 2019 αναφέρει ότι η ικανότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θα αυξηθεί στην επόμενη πενταετία κατά 50%. Και το μεγαλύτερο μερίδιο σε αυτή την αύξηση αναμένεται να έχει η ενέργεια από φωτοβολταϊκά η οποία θα παρουσιάσει μια αύξηση κατά 250%. Ακολουθούν οι ανεμογεννήτριες, τα υδροηλεκτρικά και τα βιοκαύσιμα. Η συνολική παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά προβλέπεται να αυξηθεί κατά 600 GW όγκος σχεδόν διπλάσιος της συνολικής παραγόμενης ενέργειας στην Ιαπωνία. Συνολικά η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές αναμένεται να αυξηθεί κατά 1200 GW στα επόμενα πέντε χρόνια όσος σχεδόν ο όγκος της παραγόμενης ενέργειας στις ΗΠΑ.
Την αύξηση αυτή οδηγεί όπως πολλοί αναμένουν η Κίνα, μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια είχε μείνει πίσω στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η οποία στα επόμενα χρόνια θα δώσει βάση στις ανεμογεννήτριες και στα φωτοβολταϊκά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτή τη στιγμή πρώτη στην παραγωγή ενέργειας από ανεμογεννήτριες offshore (στη θάλασσα), όπου φαίνεται ότι το ευνοϊκό περιβάλλον με σχεδόν συνεχές δυναμικό ανέμου, κερδίζει έδαφος σε σχέση με τις ανεμογεννήτριες στη στεριά. Σε ό,τι αφορά τα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με την Guardian, η εκτίμηση ήταν ότι το 2020 θα σταματήσει για πρώτη φορά η αύξηση της ζήτησης για υδρογονάνθρακες και λιγνίτη.
Στην Ελλάδα, ο αντίστοιχος στόχος παύσης παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη, αναμένεται να έχει επιτευχθεί μέχρι το 2028. Την ίδια στιγμή η ζήτηση για ενέργεια θα συνεχίσει να αυξάνει.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σήμερα παράγουν το 26% του ηλεκτρισμού παγκοσμίως σύμφωνα με την IEA και η συμβολή τους αναμένεται να φτάσει το 30% το 2024. Η μελέτη της IEA αναφέρει ότι οι μεγάλες φιλοδοξίες της ΕΕ και των ΗΠΑ για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι αυτές που σπρώχνουν ψηλότερα της εκτιμήσεις, ωστόσο η Κίνα είναι αυτή που θα οδηγήσει τη στροφή στην παραγωγή ενέργειας από τον αέρα και τον ήλιο.
Αναφορικά με το κόστος της ηλιακής ενέργειας στα επόμενα χρόνια αυτό αναμένεται να μειωθεί από 15% – 35% και ακόμη περισσότερο μετά το 2025. Μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανία θα είναι αυτές που θα καταναλώνουν τη μερίδα του λέοντος της ηλιακής ενέργειας, ενώ τα φωτοβολταϊκά για οικιακή χρήση θα διπλασιαστούν μέχρι το 2024 . Αναμένεται να έχουμε 100.000 στέγες σπιτιών με φωτοβολταϊκά, νούμερο μεγάλο μεν, αλλά που αντιστοιχεί μόλις στο 6% του συνολικού αριθμού οικημάτων που μπορούν να δεχθούν φωτοβολταϊκά.
Η Ελλάδα είναι μία από τις εννέα χώρες του κόσμου που παράγουν περισσότερο από το 20% της ηλεκτρικής τους ενέργειας από ηλιακή και αιολική ενέργεια σύμφωνα με την Έκθεση για την Παγκόσμια Κατάσταση στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών του δικτύου REN21 (GSR). Οι υπόλοιπες χώρες είναι οι Δανία, Ουρουγουάη, Ιρλανδία, Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ονδούρα.
Ο εθνικός στόχος που έχει τεθεί για το 2030 προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν το 61% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και το 35% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στη χώρα. Η επίτευξη του στόχου για το 2030 απαιτεί διπλασιασμό της ισχύος μονάδων ΑΠΕ, από τα 10 GW αυτή τη στιγμή, στα 18,9 GW το 2030. Το 2019 οι «πράσινες» μονάδες παραγωγής ρεύματος, συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών, κάλυψαν το 30% της ζήτησης ενέργειας στο διασυνδεδεμένο εκτός νησιών σύστημα. Το υπόλοιπο καλύφθηκε κατά 31% από μονάδες φυσικού αερίου, 20% από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και 19% από εισαγωγές ρεύματος.